μυθοπλαστία

μυθοπλαστία
και μυθοπλασία, η (ΑΜ μυθοπλαστία)
η ενέργεια τού μυθοπλαστώ, η επινόηση μύθων, η μυθοποιία
νεοελλ.
1. ιατρ. η παρουσίαση καθαρά φανταστικών γεγονότων, με αποτέλεσμα μια μυθιστορηματική εκδοχή τους, η οποία έχει παθολογική σημασία στο πλαίσιο τής μυθομανίας -που αποτελεί και το κύριο σύμπτωμά της- αλλά απαντά και στη μανιακή διέγερση, στην παραφρενία και σε ορισμένες ολιγοφρενίες, ενώ είναι συχνή αλλά φυσιολογική στα παιδιά
2. ψευδολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. μυθοπλαστία < μυθοπλάστης. Το νεοελλ. μυθοπλασία ως ιατρικός όρος αποτελεί απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. fabulation (< λατ. fabula «μύθος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μυθοπλαστία — μυθοπλαστία, η και μυθοπλασία, η η επινόηση μύθων, η μυθοποιία: Ταινίες μυθοπλασίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυθοπλασία — η βλ. μυθοπλαστία …   Dictionary of Greek

  • μυθοπλαστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυθοπλαστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυθοπλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Εμμ. Ροΐδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”